αδίδαχτος

αδίδαχτος
-η, -ο
1. αυτός που δε διδάχτηκε: Στους μαθητές δόθηκε για ερμηνεία αρχαίο κείμενο αδίδαχτο.
2. αυτός που δε διδάχτηκε, δεν παίχτηκε στο θέατρο: Το έργο ήταν αδίδαχτο ως σήμερα.
3. αυτός που έμαθε κάτι μόνος του, χωρίς να το διδαχτεί, αυτοδίδαχτος: Και να σκεφτεί κανείς πως είναι ζωγράφος αδίδαχτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άμαθος — (I) η, ο 1. αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε κάτι, αδίδαχτος, αμόρφωτος, 2. αγράμματος, απαίδευτος 3. αγροίκος, ανόητος, αγενής 4. αυτός που δεν είναι εξοικειωμένος, συνηθισμένος σε κάτι, άπειρος, αδαής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θ. μαθ τού ρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”