- αδίδαχτος
- -η, -ο1. αυτός που δε διδάχτηκε: Στους μαθητές δόθηκε για ερμηνεία αρχαίο κείμενο αδίδαχτο.2. αυτός που δε διδάχτηκε, δεν παίχτηκε στο θέατρο: Το έργο ήταν αδίδαχτο ως σήμερα.3. αυτός που έμαθε κάτι μόνος του, χωρίς να το διδαχτεί, αυτοδίδαχτος: Και να σκεφτεί κανείς πως είναι ζωγράφος αδίδαχτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.